Είναι μια υπέροχη γυναίκα, γεμάτη Φως και αγάπη. Πάντα χαμογελαστή, λίγο ντροπαλή αλλά με ήρεμη δυναμικότητα. Όλη της τη ζωή εργάζεται ευλαβικά και ακούραστα. Λειτουργεί μόνο με γνώμονα τη λογική, τη μεθοδικότητα και την υπευθυνότητα. Είναι σοφή, ήρεμη και έχει πάντα θετική σκέψη.
Από πολύ νωρίς γνώρισε τον θάνατο και βίωσε τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας. Και τα επόμενα χρόνια της παιδικής, αλλά και της ενήλικης ζωής της ήταν ένας διαρκής αγώνας και μία «μάχη» με τις δυσκολίες της ζωής.
Η κυρία Νίκη Νικολάου αναφέρει:
«Γεννήθηκα στις 4/1/1963 στο Λιοπέτρι και έχω τέσσερα αδέλφια. Από μικρή βίωσα την ορφάνια, τη στέρηση και τη φτώχεια. Ήμουν 10 χρονών όταν έχασα την μητέρα μου και άλλαξε εντελώς η ζωή μου.
Η μάνα μου ήταν ένα υπέροχο πλάσμα, εργατική και άξια. Έραβε αλλά δούλευε και στα χωράφια. Τους τελευταίους μήνες της ζωής της υπέφερε από έντονους πονοκεφάλους και λίγο πριν πεθάνει μάθαμε ότι είχε κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο.
Μετά τον θάνατο της, ο πατέρας μου δούλευε συνέχεια για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα και εμείς μετακομίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού μας, στους Τρούλλους (χωριό της επαρχίας Λάρνακας).
Η Τουρκική εισβολή έφερε ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία στις παιδικές ψυχές μας…
Πώς να ξεχάσω Θεέ μου!!!
Η γιαγιά, ο παππούς και η θεία Ανδρούλα, αποφάσισαν πως έπρεπε να φύγουμε από το χωριό και να πάμε κάπου αλλού που θα νιώθαμε μεγαλύτερη ασφάλεια. Έτσι, μπήκαμε όλοι σε ένα φορτηγό και πήγαμε στην Ορμήδεια.
Μετά από δύο ημέρες, η γιαγιά και ο παππούς αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στο χωριό γιατί έπρεπε να ταΐσουν τα ζώα τους. Μας είπαν πως μέχρι το απόγευμα θα επέστρεφαν. Δεν επέστρεψαν όμως ποτέ…
Τους περιμέναμε μέρες και νύχτες μα η γιαγιά και ο παππούς δεν γύρισαν ποτέ πίσω, τους σκότωσαν οι Τούρκοι. Ήταν στον κατάλογο των αγνοουμένων μας μέχρι πρόσφατα. Όλα σκοτείνιασαν ξανά στις ψυχές μας, μέναμε για δεύτερη φορά ορφανά…
Δεν υπήρχε άλλη λύση από το ορφανοτροφείο…
Ήμουν 11 ετών τότε και έζησα στο ορφανοτροφείο 3 χρόνια. Τις πρώτες μέρες ένιωθα σαν φυλακισμένη, παγιδευμένη σε έναν αλλιώτικο, εντελώς ξένο κόσμο. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, ένιωθα ότι τελείωνε ο κόσμος…
Στο ορφανοτροφείο όμως αγάπησα την προσευχή και το Χριστό
Ζούσαμε σε ένα πολύ αυστηρό και απόλυτα πειθαρχημένο περιβάλλον. Απαγόρευαν στα κορίτσια να μιλάνε με τα αγόρια και τα μαλλιά μας έπρεπε να ήταν πάντα δεμένα. Μας πήγαιναν σχολείο και μας έκαναν κατηχητικό. Προσευχόμασταν κάθε μέρα, μαθαίναμε χριστιανικά τραγούδια και νηστεύαμε πάντα (40 αλλά και 50 ημέρες).
Έκλεβα φαγητό από το ψυγείο και έδινα στα υπόλοιπα ορφανά
Έτυχε πολλές φορές να με βάλουν τιμωρία επειδή δεν ήμουνα και τόσο υπάκουο παιδί. Θυμάμαι την αδελφή μου που κάθε φορά που με έβαζαν τιμωρία, έκλαιγε.
Κάθε βράδυ στις 8, μας κλείδωναν τις πόρτες των δωματίων μας αλλά δεν ξέρω πως τα κατάφερνα και πάντα άνοιγα την πόρτα. Πήγαινα στην κουζίνα, έπαιρνα φαγητό από το ψυγείο και το πρωί το έδινα στα άλλα παιδιά (το έκανα κυρίως την περίοδο της νηστείας) .
Όταν έφυγα από το ορφανοτροφείο, γύρισα πίσω στο σπίτι μας. Εντωμεταξύ ο πατέρας μου είχε παντρευτεί ξανά και απέκτησε ακόμα ένα παιδί.
Το 1982 παντρεύτηκα και απέκτησα 3 παιδιά και 6 εγγονάκια, σε πολύ λίγο θα έρθει ακόμα ένα εγγονάκι.
Ο θάνατος δυστυχώς χτύπησε ξανά και ξανά την πόρτα μας…
Ο αδελφός μου ο Μιχάλης, που ήταν και αυτός στο ορφανοτροφείο μαζί μας, έφυγε από τη ζωή το 2007, είχε όγκο στον εγκέφαλο, όπως ακριβώς και η μητέρα μας. Έχασα όμως και την νύφη μου (την γυναίκα του γιου μου) από καρκίνο ενώ ήταν έγκυος. Αυτές ήταν και οι χειρότερες δοκιμασίες…
Έμαθα όμως ότι όσο δύσκολα και αν περνάω, όσο και αν πονάω, να μην χάνω ποτέ την πίστη μου στο Θεό. Τον εμπιστεύομαι απόλυτα και ξέρω ότι μόνο Εκείνος ξέρει το γιατί ενώ εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε.
Θλίβομαι που σήμερα όλα έχουν τόσο αλλάξει…
Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι τότε, η ζωή μου ενώ ήταν δύσκολη, ο κόσμος ήταν καλύτερος. Σήμερα πονάω που βλέπω την κοινωνία μας να αλλάζει διαρκώς και όλο προς το χειρότερο. Χάθηκε η αγάπη από τον κόσμο, η εμπιστοσύνη, γίναμε όλοι τόσο απόμακροι, τόσο σκληροί…
Μακάρι να γίνουμε όπως τα παλιά χρόνια, να επιστρέψει η αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η εμπιστοσύνη στις ζωές μας αλλά και η αθωότητα που τόσο πολύ μας λείπει».
Ρεπορταζ: Xριστιάνα Διονυσίου – Μιχάλης Αντωνίου