Είναι μια πολύ κουρασμένη και ταλαιπωρημένη γυναίκα. Κουβαλάει μεγάλη θλίψη όμως όχι θυμό και κακία. Ποτέ δεν τα έχει βάλει με τον κόσμο, τη μοίρα και τη ζωή και ας έχει νιώσει πολλές φορές ότι η ζωή της φωνάζει «Τέρμα για σένα, ζήσε αλλιώς…» και αυτό την πονάει πολύ. Στην ψυχή αυτής της βασανισμένης γυναίκας, υπάρχει όμως κάτι απίστευτα όμορφο, μια παιδική καλοσύνη και ομορφιά που σε κάνουν να θέλεις να την αγαπήσεις.
Η Παναγιώτα Ανδρέου αναφέρει:
«Γεννήθηκα το 1967 στην Αγία Νάπα και έχω δυο αδέλφια. Είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια, ξέγνοιαστα και αθώα. Τίποτα κακό και άσχημο!
Από μικρή μου άρεσε η κομμωτική και όταν έγινα 14 ετών, πήγα να μάθω. Δούλευα ως κομμώτρια μέχρι που παντρεύτηκα. Ήμουν 19 ετών όταν γνώρισα τον άντρα μου. Μαζί αποκτήσαμε 3 παιδιά, το πρώτο μας παιδί γεννήθηκε όταν ήμουν 21 ετών.
Δυστυχώς όμως… το 2004 ήρθε το διαζύγιο.
Εννέα μήνες μετά το διαζύγιο…
Έπαθα κατάθλιψη με αποτέλεσμα να μην μπορώ να φροντίζω τα παιδιά μου. Πέρασα πολύ δύσκολες στιγμές… Ευτυχώς όμως είχα δίπλα μου τους γονείς μου που ανέλαβαν τα πάντα.
Ο Θεός με βοήθησε και λίγους μήνες αργότερα, έγινα καλά. Κατάφερα να σταθώ ξανά στα πόδια μου. Είχα ξανά μαζί μου τα παιδιά μου και η ζωή μας κυλούσε ήρεμα.
Στην αρχή νοίκιασα ένα σπίτι στο Παραλίμνι. Εκεί βέβαια ζήσαμε αρκετά χρόνια. Κάποια στιγμή όμως έτυχε κάτι με το σπίτι και έπρεπε να φύγουμε. Τότε αποφάσισα να μετακομίσουμε στις Βρυσούλες. Το σπίτι που νοικιάζουμε τώρα ανήκει στην οικογένεια του πρώην άντρα μου. Είναι ένα πολύ μικρό και παλιό σπίτι αλλά δεν με πειράζει, φτάνει που έχω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου.
Η μεγαλύτερη δυστυχία στη ζωή μου ήρθε πριν από τέσσερα χρόνια…
Υπέφερα από ισχιαλγία αλλά ήξερα πως δεν είναι κάτι σοβαρό και πως σύντομα θα γινόμουν εντελώς καλά, αλλά δυστυχώς… Από κάτι όχι τόσο σοβαρό, έμεινα καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. Δεν ξέρω βέβαια αν έχω και κάποια άλλη ασθένεια που απλά δεν εντοπίστηκε από τους γιατρούς.
Από τα χάπια και τις κορτιζόνες, πήρα βάρος. Είμαι υπέρβαρη και αυτό κάνει μεγαλύτερο το πρόβλημα. Τίποτα στη ζωή μου δεν είναι εύκολο πια…
Μέσα μου νιώθω ένα απέραντο σκοτάδι…
Θέλω να μπορέσω να περπατήσω, να κάνω πράγματα που έκανα και πριν. Προσπαθώ πολλές φορές να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου, λέγοντάς του «υπάρχουν και χειρότερα, τα παιδιά σου να είναι καλά και δεν θέλεις τίποτε άλλο».
Οικονομικά δεν παραπονιέμαι, παίρνω το ΕΕΕ και επίδομα αναπηρίας. Τα βγάζω πέρα και το οικονομικό κομμάτι, δεν με πληγώνει τόσο…
Δεν αγαπώ τη μιζέρια και το κλάμα…
Θέλω τα παιδιά μου να με βλέπουν χαρούμενη. Προσπαθώ, όμως τις ώρες που μένω μόνη… αφήνω τον πόνο να με καταβάλει. Τις περισσότερες φορές νιώθω ότι σηκώνω στην πλάτη μου όλα τα βάρη τούτου του κόσμου. Ξεχνώ πως είμαι γυναίκα, ξέχασα πως είμαι άνθρωπος…
Θέλω να μπορέσω να περπατήσω ξανά, να βάζω στόχους, να έχω όνειρα… Οι λέξεις: ανασφάλεια και αβεβαιότητα να κρυφτούν βαθιά, να χαθούν…».
Ρεπορτάζ: Χριστιάνα Διονυσίου – ant1.com.cy