“Πυρά ” ελεγκτή σε ΥΠΟΙΚ: “Κατηγορούμενοι μετατρέπονται σε κατήγορους”

Επιμένει πως το Υπουργείου Οικονομικών ψεύδεται ως προς την εξασφάλιση πιστώσεων πριν την υπογραφή των δύο συμβάσεων για τη συμφωνία παραχώρησης για την ανάπτυξη και διαχείριση των αερολιμένων Λάρνακας και Πάφου ο Γενικός Ελεγκτής, Οδυσσέα Μιχαηλίδης.

Η απάντηση του Γενικού Ελεγκτή έρχεται σε συνέχεια του δημοσιεύματος της εφημερίδας Φιλελευθερός με ημερ στην οποία δημοσιεύονταν αποσπάσματα από επιστολή ημερ. 19.1.2023 του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Γενικό Εισαγγελέα. Σημειώνει δε πως, αν και στην επιστολή αναγράφεται ότι η Υπηρεσία μας περιλαμβάνεται στους παραλήπτες της, εμείς ακόμη δεν την έχουμε λάβει. Συγκεκριμένα αφορά την επιστολή του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, Γιώργου Παντελή, ημερομηνίας 19/1/2023, για τη διεξαγωγή έρευνας από τον Γενικό Εισαγγελέα κατά του Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, σε σχέση με ισχυριζόμενη διαρροή ψευδών πληροφοριών και την αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.

Τα τρία θέματα που προκύπτουν κατά τον Γενικό Ελεγκτή

Στις 2 Ιανουαρίου 2023 αναφέρει ο Γενικός Ελεγκτής πως ενημέρωσε τον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών ή αστικών αδικημάτων σε σχέση με τη σύναψη από το Υπουργείο Οικονομικών δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους, μία τον Νοέμβρη του 2021 και μία τον Ιούλη του 2022, χωρίς τη ύπαρξη διαθέσιμων πιστώσεων και με απευθείας ανάθεση, χωρίς προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων. Τις σχετικές αποφάσεις είχαν λάβει ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του.

Σημειώνει δε πως από την επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 19.1.2023 προκύπτει ότι το Υπουργείο, εξασφάλισε τον Οκτώβρη του 2022, δηλαδή μετά την ανάδειξη  για πρώτη φορά το θέμα της παράνομης απευθείας ανάθεσης των δύο συμβάσεων, γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι η απευθείας ανάθεση ήταν νόμιμη.

Αναφέρει πως ήδη στην επιστολή  ημερ. 2.1.2023 είχε καταγράψει ισχυρισμούς του Υπουργείου Οικονομικών ότι και κατά τον ουσιώδη χρόνο σύναψης των δύο συμβάσεων είχαν τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα για την απευθείας αυτή ανάθεση. Μάλιστα αυτό περιλαμβάνεται και σε κοινή δήλωση των Υπουργείων Οικονομικών και Μεταφορών ημερ. 27.9.2022.

Αυτό που επιβεβαιώνεται από την επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας καλείται να εξετάσει πιθανά ποινικά αδικήματα των ιθυνόντων του Υπουργείου Οικονομικών οι οποίοι όμως ενήργησαν στη βάση δικής του καθοδήγησης και/ή δικής του εκ των υστέρων κάλυψης.  Η τεκμηρίωση του παράνομου της απευθείας ανάθεσης παρατίθεται στην παράγραφο 3 της επιστολής μας ημερ. 2.1.2023 που δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα.

Επειδή δε προφανώς ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορεί αντικειμενικά να εξετάσει το θέμα και επειδή η δεύτερη ανάθεση ύψους €191.238 αφορά δημόσια σύμβαση που με βάση τη σχετική νομοθεσία θα έπρεπε, λόγω του ύψους της, να είχε προκηρυχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα διαβιβάσουμε σχετική καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παράνομη απευθείας ανάθεση.

Στην επιστολή του ημερ. 19.1.2023 σημειώνει ο Γενικός Ελεγκτής πως το Υπουργείου Οικονομικών ψεύδεται ως προς την εξασφάλιση πιστώσεων πριν την υπογραφή των δύο συμβάσεων.

Τονίζει πως, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών υπέγραψε δύο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η πρώτη (ημερ. 18.11.2021) με τον ελεγκτικό οίκο Ernst Young αξίας €80.000  και η δεύτερη (ημερ. 14.7.2022) με τον ελεγκτικό οίκο PwC αξίας €191.238, χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί προηγουμένως οι διαθέσιμες πιστώσεις. Συγκεκριμένα, οι δύο συμβάσεις υπογράφτηκαν ενώ οι αναγκαίες πιστώσεις ήταν δεσμευμένες στον κρατικό Προϋπολογισμό. Στην πρώτη περίπτωση το αίτημα για αποδέσμευση υποβλήθηκε στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού εκ των υστέρων στις 1.12.2021 και η σχετική έγκριση δόθηκε από την Επιτροπή στις 7.12.2021. Στην δεύτερη περίπτωση το αίτημα για αποδέσμευση υποβλήθηκε εκ των υστέρων στις 8.9.2022 και ουδέποτε εγκρίθηκε από την εν λόγω Επιτροπή. Το Υπουργείο Οικονομικών σε καμία από δύο τις περιπτώσεις δεν ενημέρωσε την υπό αναφορά Επιτροπή ότι οι συμβάσεις για τις οποίες ζητούσε αποδέσμευση πιστώσεων είχαν ήδη υπογραφεί.

Το γεγονός ότι, όπως μας πληροφορεί το Υπουργείο Οικονομικών, ο οίκος PwC αποφάσισε να μην ζητήσει τα δεδουλευμένα του, δεν διορθώνει το πρόβλημα αλλά το κάνει ακόμη πιο σοβαρό.

Το Υπουργείο Οικονομικών καταγγέλλει την Ελεγκτική Υπηρεσία επειδή στην ενημέρωση που έκανε προφορικά στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού «κρίναμε σκόπιμο να της αναφέρουμε ότι κάθε τροποποίηση σε δημόσια σύμβαση εξ ορισμού ενέχει κινδύνους για θέματα διαφθοράς, οι οποίοι κίνδυνοι αυξάνονται όσο πιο μεγάλη είναι η τροποποίηση». 

Στην προκειμένη περίπτωση, η τροποποίηση με την διαχειρίστρια εταιρεία αφορά απευθείας ανάθεση εργασίας με ακαθάριστα έσοδα ύψους €1,5 δις. Το μέγεθος είναι κολοσσιαίο. Αναφέρει πως επίσης έκρινε σκόπιμο, να ενημερώσει την Επιτροπή, ώστε να έχει πλήρη εικόνα, ότι στέλεχος της Hermes είχε παραδεχθεί το 2015 στο σκάνδαλο ΣΑΠΑ ότι είχε δώσει μίζες και ότι προσχέδιο έκθεσης μας στο Υπουργείο Μεταφορών είχε κοινοποιηθεί από τους ίδιους στην Hermes χωρίς τούτο να προβλεπόταν στη διαδικασία. Σημείωσε πως, «Τονίσαμε ότι σε καμία περίπτωση δεν κατηγορούμε την εταιρεία ή στελέχη της ή οποιονδήποτε άλλο για διαφθορά, αλλά ότι, ως ελεγκτές, οφείλουμε πάντα κατά τη διενέργεια ελέγχου να αξιολογούμε επαρκώς τους κινδύνους που υπάρχουν ώστε να τους λάβουμε υπόψη κατά το σχεδιασμό και διενέργεια του ελέγχου».

Αναφέρει επίσης πως, « Το Υπουργείο Οικονομικών μας καταγγέλλει λοιπόν επειδή ενημερώσαμε για αυτά τα θέματα την αρμόδια Επιτροπή η οποία, η ίδια αυτοβούλως μας είχε ζητήσει ενημέρωση. Θεωρεί δε μεμπτό το Υπουργείο Οικονομικών ότι ενημερώσαμε την Επιτροπή για την απαράδεκτη και ετεροβαρή συμφωνία που δρομολογούσαν».

Τέλος χαρακτηρίζει ανυπόστατους και γελοίους ισχυρισμούς του Υπουργείου Οικονομικών περί διαρροής εμπιστευτικού εγγράφου και πως από την επιστολή τους ημερ. 19.1.2023 φαίνεται ότι η ανυπόστατη αυτή εις βάρος τους καταγγελία αφορά μόνο γεγονότα του Σεπτέμβρη του 2022 και όχι και κάποιο μεταγενέστερο γεγονός. «Διερωτάται λοιπόν κανείς γιατί αυτή δεν υπεβλήθη τότε αλλά δύο εβδομάδες μετά την δική μας καταγγελία». Κλείνοντας αναφέρει πως, «Προφανώς για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει: Οι «κατηγορούμενοι μετατρέπονται σε κατήγορους» στη βάση αστήρικτων καταγγελιών που αποτελούν «προπέτασμα καπνού και αποπροσανατολισμού»».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *