Ο υπουργός Οικονομικών έδωσε χθες ευρεία δημοσιότητα στις επιστολές του προς τον Σύνδεσμο Τραπεζών και τον Σύνδεσμο Εταιρειών Εξαγοράς Πιστώσεων, όμως, μέσω της δημοσιοποίησης, αυτό που κυρίως έγινε αντιληπτό από την κοινή γνώμη είναι ότι οκτώ μέρες μετά την αποστολή των επιστολών δεν υπήρξε θετική αντίδραση, ούτε από τις τράπεζες, ούτε από τις εταιρείες διαχείρισης δανείων. Είναι η δεύτερη φορά, τουλάχιστον, που η προσπάθεια του κ. Κεραυνού να πείσει τις τράπεζες και τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων να απορροφήσουν μέρος των αυξήσεων στα επιτόκια δεν συναντά θετική ανταπόκριση.
Ωστόσο, τις επόμενες μέρες αναμένεται να ανοίξει πιο δυναμικά ο φάκελος «τράπεζες», καθώς η περίοδος χάριτος για την Κυβέρνηση τελειώνει και πρέπει να βρεθεί κάποια λύση, καθώς χιλιάδες δανειολήπτες πιέζονται από τις αυξήσεις των επιτοκίων, μετά τις διαδοχικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ.
Με τις επιστολές της 11ης Απριλίου ο υπουργός έχει ζητήσει τη λήψη μέτρων για συγκράτηση των αυξανόμενων δανειστικών επιτοκίων για εξυπηρετούμενα δάνεια μέχρι €350.000. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», ο Σύνδεσμος Τραπεζών δεν θέλει να εμπλακεί άμεσα σε αυτή τη συζήτηση, εκτιμώντας ότι η αναζήτηση ομοιόμορφης μείωσης των επιτοκίων από τις τράπεζες, μεταξύ υπουργού και συνδέσμου, θα προκαλέσει νομικές περιπέτειες ως προς τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού, κάτι που θέλει να αποφύγει. Για το θέμα, ο Σύνδεσμος Τραπεζών με απαντητική επιστολή ενημερώνει τον υπουργό για τους λόγους που δεν μπορεί να εμπλακεί σ’ αυτή τη συζήτηση, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες είναι μέλη του
Το θέμα πλέον είναι κατά πόσο ο υπουργός Οικονομικών θα προχωρήσει σε ξεχωριστές συναντήσεις με τις διοικήσεις των δυο συστημικών τραπεζών, Τράπεζας Κύπρου και Ελληνικής Τράπεζας, για να τις προτρέψει για ακόμα μια φορά να απορροφήσουν σε κάποιο βαθμό μέρος της αύξησης των δανειστικών επιτοκίων. Με το επιτόκιο της ΕΚΤ στο 3% και το Euribor 3μήνου στο 3,20%, οι μηνιαίες δόσεις χιλιάδων δανείων έχουν ήδη υποστεί σημαντικές αυξήσεις. Επιπλέον, αναμένεται κατά πάσα πιθανότητα ακόμη μια αύξηση στις 4 Μαϊου, κατά 0,25%, με βάση τις εκτιμήσεις οικονομολόγων και αξιωματούχων της ΕΚΤ.
Διαφορετικά δεδομένα στις τράπεζες
Ωστόσο, τα δεδομένα για κάθε τράπεζα είναι διαφορετικά ως προς τα επιτόκια και για τον λόγο αυτό η οποιαδήποτε μείωση ή σταθεροποίηση των επιτοκίων δεν μπορεί να είναι ίδια για κάθε ίδρυμα. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», η Ελληνική θεωρεί ότι οι κυβερνητικές πιέσεις δεν την αγγίζουν, καθώς το επιτόκιο που εφαρμόζει για τα υφιστάμενα δάνεια βασίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό σε φόρμουλα που συνδέεται με το ύψος των καταθετικών επιτοκίων που προσφέρει στην αγορά. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με την τράπεζα, οι πελάτες της δεν έχουν δει αλλαγές στο κόστος δανεισμού με βάση την επιτοκιακή πολιτική που εφαρμόζει η ΕΚΤ.
Σε ό,τι αφορά τα καταθετικά επιτόκια, για την αύξηση των οποίων επίσης προτρέπει τις τράπεζες ο υπουργός Οικονομικών, η Ελληνική θεωρεί μια τέτοια απόφαση δίκοπο μαχαίρι, γιατί, στο ενδεχόμενο αλλαγής της τιμολογιακής πολιτικής, η άνοδος θα περάσει και στα δανειστικά επιτόκια, λόγω τη φόρμουλας που εφαρμόζει η τράπεζα. Στα αποτελέσματα 2022 η τράπεζα ανέφερε ότι «η πλειονότητα του εξυπηρετούμενου δανειακού χαρτοφυλακίου βασίζεται στο επιτόκιο αναφοράς της τράπεζας και δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής οποιαδήποτε αύξηση στα αντίστοιχα βασικά επιτόκια. Η τράπεζα διατηρεί σχετικά περιορισμένο χαρτοφυλάκιο με επιτόκιο αναφοράς EURIBOR, το οποίο παρακολουθείται στενά και δεν έχει παρατηρηθεί, μέχρι στιγμής, οποιαδήποτε σημαντική επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου σε αυτό».
Η περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου είναι διαφορετική, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δανειστικού της επιτοκίου, πάνω από το 95%, είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο επηρεάζεται από τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Η τράπεζα φαίνεται να αναμένει κινήσεις από την Κυβέρνηση, ως προς το αν είναι διατεθειμένη να συμβάλει και αυτή με κάποιας μορφής επιδότηση του επιτοκίου.