Ο κίνδυνος θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια είναι μεγαλύτερος σε περιόδους αυξημένης σκόνης στην ατμόσφαιρα και αυτό δεν προκύπτει από εκτιμήσεις αλλά αποτελεί προϊόν μελέτης του φαινόμενου στην Κύπρο.
Η σχετική αναφορά καταγράφεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας για τα αιωρούμενα σωματίδια. Στην αναφορά που άπτεται των αποτελεσμάτων των Καταιγίδων Σκόνης τη Ερήμου που πλήττουν την Κύπρο, ανάμεσα σε άλλα, καταγράφονται και τα εξής:
«Το φαινόμενο των Καταιγίδων Σκόνης της Ερήμου έχει μελετηθεί και στην Κύπρο όπου έχει βρεθεί, ότι αυξημένες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων) ΑΣ10 κατά τη διάρκεια των επεισοδίων σκόνης συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια». Σύμφωνα με την ίδια αναφορά, η αύξηση στους ημερήσιους θανάτους ήταν ίση με 2,43% για κάθε αύξηση 10 pg/m3 στα αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ10) κατά τη διάρκεια των ημερών με σκόνη. Επίσης, βρέθηκε ότι οι εισαγωγές στα νοσοκομεία από όλα τα αίτια και οι εισαγωγές από καρδιαγγειακά αίτια ήταν αντίστοιχα 4,8% και 10,4% υψηλότερες κατά τη διάρκεια ημερών με καταιγίδες σκόνης σε σύγκριση με ημέρες χωρίς σκόνη.
Βεβαίως, δεν τελειώνουν με τα πιο πάνω οι επιπτώσεις στην υγεία από τη σκόνη και ειδικά από τις Καταιγίδες Σκόνης της Ερήμου. Το χειρότερο από όλα, είναι ότι οι μέρες κατά τις οποίες η Κύπρος θα μοιάζει με έρημο (από πλευράς σκόνης) θα αυξάνονται όσο περνά ο χρόνος και όσο επιδεινώνονται οι κλιματολογικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια, περιλαμβανομένης και της τρέχουσας περιόδου, τα επεισόδια με τις υψηλότερες τιμές αιωρούμενων σωματιδίων παρατηρούνται κατά τις περιόδους της άνοιξης, του καλοκαιριού και του φθινοπώρου και αποδίδονται στα συχνά επεισόδια μεταφοράς σκόνης από τη Σαχάρα και άλλες ερήμους κατά τις συγκεκριμένες περιόδους.
Σαν να μην έφτανε η σκόνη από τις ερήμους, οι ψηλές θερμοκρασίες και η μεγάλη ξηρασία που επικρατεί στον τόπο μας, σε συνδυασμό με την έλλειψη νερού, συμβάλλουν, ως φυσικό φαινόμενο, στην επαναιώρηση των αιωρούμενων σωματιδίων από δρόμους, ακάλυπτες περιοχές εντός πόλεων ή γεωργικές και άλλες περιοχές που συνορεύουν με τις πόλεις. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται αυξημένες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων και αντίστοιχες υπερβάσεις της ημερήσιας οριακής τιμής.
Στο ερώτημα, τι ακριβώς αναπνέουμε, η απάντηση δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αν ληφθεί υπόψιν πως, στον οργανισμό μας εισχωρούν υπολείμματα μαγνησίου, πυριτίου, αργιλίου, σιδήρου, ασβεστίου καθώς και θαλάσσιο άλας το οποίο περιέχει παθογόνους μικροοργανισμούς και άλλους ρύπους. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο κείμενο του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, η σκόνη της ερήμου αποτελείται κυρίως από οξείδια ορυκτογενών στοιχείων (πυρίτιο – Si, αργίλιο – ΑΙ, σίδηρος – Fe, ασβέστιο – Ca, μαγνήσιο – Mg), ενώ, αναλόγως προέλευσης και πορείας της μεταφερόμενης σκόνης, μπορεί να περιέχει επίσης θαλάσσιο άλας, παθογόνους μικροοργανισμούς, οργανικό άνθρακα, όπως και ανθρωπογενείς ρύπους.
Οι εκπομπές μεταφερόμενης σκόνης εξαρτώνται από τις μετεωρολογικές συνθήκες (π. χ. ταχύτητα ανέμου επιφάνειας, βροχόπτωση, συνοπτικές μετεωρολογικές συνθήκες) και από τις επιφανειακές ιδιότητες της ερήμου (π. χ. κάλυψη με βλάστηση, υποβάθμιση του εδάφους από ανθρώπινες δραστηριότητες) οι οποίες παρουσιάζουν τόσο εποχιακές όσο και ετήσιες διακυμάνσεις.
Περαιτέρω αναφέρεται, πως τα αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ), επίσης γνωστά και ως σωματιδιακή ρύπανση, αποτελούνται από ένα σύνθετο μείγμα στερεών αλλά και υγρών ουσιών, που γενικά περιλαμβάνουν όξινα συστατικά (νιτρίδια και σουλφίδια), οργανικά συστατικά, μέταλλα, σκόνη και άμμο, αιθάλη (άνθρακα), ανόργανα άλατα όπως το αλάτι της θάλασσας και αεροαλλεργιογόνα (κόκκους γύρης και σπόρους μυκήτων). Σε αυτή την κατηγορία οι δύο κυριότεροι ρύποι, οι οποίοι εγείρουν σημαντική ανησυχία για την ανθρώπινη υγεία, είναι τα ΑΣ10 και ΑΣ2,5.
Τα αιωρούμενα σωματίδια παράγονται γενικά ως υποπροϊόν διάφορων χημικών ή φυσικών διαδικασιών. Βασικές ανθρωπογενείς πηγές εκπομπής είναι οι βιομηχανίες επεξεργασίας ορυκτών (π. χ. τσιμεντοποιεία), οι μεγάλες μονάδες καύσης (π. χ. ηλεκτροπαραγωγοί σταθμοί) και τα οχήματα.
Όσο πιο μικρά τόσο πιο επικίνδυνα
Οι συνηθέστερες φυσικές πηγές αιωρούμενων σωματιδίων είναι η σκόνη που προέρχεται από επαναιώρηση κατακαθήμενων σωματιδίων σε ακάλυπτες από βλάστηση περιοχές με ξηρό κλίμα, το αλάτι της θάλασσας, οι πυρκαγιές, οι ηφαιστειακές εκρήξεις και οι καταιγίδες σκόνης. Από αυτά, μας λείπουν μόνο οι ηφαιστειακές εκρήξεις.
Σύμφωνα με όσα καταγράφει το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, τα μικρότερα σωματίδια είναι συνήθως πιο επικίνδυνα από τα μεγαλύτερα διότι εισέρχονται πιο βαθιά στους πνεύμονες, όπου εγκαθίστανται και προκαλούν βλάβες στους ευαίσθητους ιστούς που εμπλέκονται στην ανταλλαγή του αέρα. Τα μικρότερα σωματίδια επίσης, παρέχουν μεγαλύτερη συνολικά επιφάνεια για την πραγματοποίηση χημικών αντιδράσεων, κάνοντας ευκολότερη την προσκόλληση σε αυτά τοξικών ουσιών όπως τα ίχνη μετάλλων. Τέλος, τα μικρότερα σωματίδια μπορούν να παραμείνουν στον αέρα για εβδομάδες ή μήνες και επομένως μπορούν να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις από την πηγή τους. Αντίθετα τα μεγαλύτερα σωματίδια εναποτίθενται γρηγορότερα από τα μικρότερα και επομένως αποτελούν κίνδυνο κυρίως κοντά στην πηγή τους.
Εξάλλου, σύμφωνα με αναφορές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ), που παρατίθενται στο σχετικό κείμενο, τα αιωρούμενα σωματίδια παρουσιάζουν σοβαρούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Ο Οργανισμός διαπιστώνει ότι έκθεση ακόμη και σε χαμηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων επηρεάζει την ανθρώπινη υγεία καθώς δεν υπάρχει ένα πραγματικά ασφαλές όριο κάτω από το οποίο η έκθεση σε αυτά έχει μηδενικό κίνδυνο. Οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία οφείλονται στις φυσικές, χημικές και βιολογικές ιδιότητες των αερομεταφερόμενων σωματιδίων. Το μέγεθος των σωματιδίων αποτελεί κατά τον ΠΟΥ, καθοριστικό παράγοντα του δυνητικού κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία. Τα αιωρούμενα σωματίδια (με διάμετρο μεγαλύτερη των 10 μπι) δεν είναι εισπνεύσιμα, επομένως μπορούν να βλάψουν μόνο εξωτερικά όργανα, προκαλώντας κυρίως ερεθισμούς του δέρματος και των ματιών, επιπεφυκίτιδα και αυξημένη ευπάθεια σε οφθαλμικές λοιμώξεις. Ωστόσο, μικρότερα σωματίδια (ΑΣ10 και ΑΣ25) μπορεί να διεισδύσουν στην κατώτερη αναπνευστική οδό και να προκαλέσουν βλάβη στα κυψελιδικά τοιχώματα και τα βρογχικά επιθηλιακά κύτταρα μέσω άμεσης φυσικής επίδρασης, να ενισχύσουν το οξειδωτικό στρες και την απελευθέρωση προ-φλεγμονωδών κυτοκινών στον περιβάλλοντα ιστό και να προκαλέσουν βλάβη στο κυτταρικό DNA μέσω οργανικών ενώσεων και του αδιάλυτου πυρήνα των σωματιδίων. Τα μικρότερα σωματίδια, και κυρίως αυτά με διάμετρο μικρότερη των 2,5 μπι (ΑΣ25) μπορούν ακόμα να διαπεράσουν τα κυψελιδικά τοιχώματα των πνευμόνων και να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος.
«Καταιγίδα Σκόνης της Ερήμου»
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό, (ΠΜΟ) «Καταιγίδα Σκόνης της Ερήμου (Desert Dust Storm – ΚΣΕ» ορίζεται το φαινόμενο κατά το οποίο επιφανειακοί άνεμοι μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες σκόνης στον αέρα μειώνοντας την ορατότητα σε λιγότερα από 1.000 μέτρα. Αντίθετα, ο ορισμός παρασυρόμενης και επαναιωρούμενης σκόνης (resuspended dust) αναφέρεται σε επαναιώρηση σκόνης στον αέρα αλλά με την ορατότητα να είναι ίση ή μεγαλύτερη των 1.000 μέτρων. Όπως αναφέρεται, η σκόνη μετατοπίζεται και μεταφέρεται στην Κύπρο σε σχετικά χαμηλό υψόμετρο.
