Η Κύπρος χαρακτηρίζεται από τα πιο υψηλά ποσοστά σχολικής βίας, όπως διαπιστώνουν έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό είναι ένα μόνο από τα ενδιαφέροντα σημεία που αναφέρθηκαν χθες στο πλαίσιο της παρουσίασης της έρευνας με θέμα «Δημιουργία Μηχανισμού Συλλογής Δεδομένων Σχετικά με το Φαινόμενο της Βίας στο Σχολείο», η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για την Πρόληψη και Διαχείριση της Βίας στο Σχολείο (2018 – 2024).
Την ευθύνη του σχεδιασμού και παρακολούθησης της υλοποίησης της έρευνας έχει το υπουργείο Παιδείας, ενώ τη διεξαγωγή της ανέλαβε ο καθηγητής του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, δρ Κώστας Φάντης.
Μεταξύ των ιδιαίτερα σημαντικών ευρημάτων της έρευνας, τα οποία αποτελούν σημαντικό χάρτη για να πορευτεί το Υπουργείο προς την κατεύθυνση που πρέπει ώστε το ανησυχητικό φαινόμενο να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά, περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
- Περίπου το 2% των μαθητών παρουσιάζει ακραίας μορφής παραβατικότητα, εναντιωματικότητα κι εκφοβισμό και επιθετικότητα προς συμμαθητές/ εκπαιδευτικούς.
- Η βίαιη συμπεριφορά μεταξύ συμμαθητών δεν περιορίζεται μόνο εντός του σχολικού πλαισίου.
- Εκπαιδευτικοί δέχονται βία: Από μαθητές (μέσος όρος συνολικού ποσοστού = 26,8%) και από γονείς (μέσος όρος συνολικού ποσοστού = 16,3%). Η πιο συχνή μορφή είναι η δυσφήμιση εκπαιδευτικών.
- Το 15% των γονέων δήλωσαν ότι τους πρόσβαλαν ή ταπείνωσαν εκπαιδευτικοί.
- 3 στα 10 παιδιά ανάφεραν ότι τους πρόσβαλε ή ταπείνωσε κάποιος εκπαιδευτικός.
- 1 στα 10 παιδιά περιθωριοποιούνταν από τους συνομήλικους με αυτές τις συμπεριφορές να περιλαμβάνουν: Αποφυγή, αγνόηση, αποκλεισμό, και γελοιοποίηση.
- Τα παιδιά που ήταν περιθωριοποιημένα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες θυματοποίησης, μειωμένη ποιότητα ζωής κι επιθετικότητα / εναντιωματικότητα.
- Οι ομάδες μαθητών έχουν ως ακολούθως:
- Οι υποστηρικτές (25%) – Συνεκφοβισμός: Δεν προκαλούν τις επιθετικές συμπεριφορές αλλά βοηθούν τον θύτη να ταπεινώσει το θύμα του, γελούν με το θύμα, παροτρύνουν τον θύτη να συνεχίσει, αν παρατηρήσουν ότι η επιθετικότητα δεν συνδέεται με αρνητικές επιπτώσεις, έχουν αυξημένες πιθανότητες να μιμηθούν αυτή τη συμπεριφορά στο μέλλον, υπομένουν την κοροϊδία από φόβο περιθωριοποίησης.
- Οι παθητικοί θεατές (57%): Αδρανείς / Υποκρίνονται πως δεν παρατήρησαν τίποτα και μένουν κοντά στο χώρο που γίνεται ο καβγάς και βλέπουν το συμβάν.
- Οι υπερασπιστές (18%): Παρηγορούν το θύμα και σπεύδουν σε βοήθεια.
- Ένα μικρότερο ποσοστό θυτών θυματοποιεί ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών.
- Τα κορίτσια διαφαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερο ρίσκο θυματοποίησης, ιδιαίτερα στις σχέσεις τους.
- Ένας στους πέντε έφηβους είναι θύμα κυβερνοεκφοβισμού (στοιχείο που αντιστοιχεί με ακρίβεια και στα ευρωπαϊκά δεδομένα).
Αναφορικά με τις μορφές του σχολικού εκφοβισμού, ο δρ. Φάντης αναφέρθηκε κυρίως σε τρεις: Στο σωματικό εκφοβισμό (χτύπημα, σπρώξιμο, τράβηγμα), στο λεκτικό (απειλές, κοροϊδία, βρισιές, διακρίσεις) και στο σχεσιακό (ψυχολογικό) εκφοβισμό, ο οποίος εκφράζεται με συναισθηματική κακοποίηση, φόβο/ τρομοκράτηση, αποκλεισμό από μια κοινωνική ομάδα, προσβολή της φιλίας κάποιου άλλου.
Πέραν όμως από το πώς εκδηλώνεται η σχολική βία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα όσα έχουν διαπιστωθεί σχετικά με τις επιπτώσεις της. Επιπτώσεις που επεκτείνονται τόσο στα θύματα, όσο και στους θύτες.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση του θύτη, η εκδήλωση συμπτωμάτων βίας και παραβατικότητας αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για χαμηλές σχολικές επιδόσεις, εμπλοκή σε εγκληματικές ενέργειες, το 50% των θυτών εξελίσσονται σε ενήλικες με αντικοινωνική συμπεριφορά, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να καταδικαστούν για ποινικά αδικήματα, ανάπτυξη άγχους και κατάθλιψης καθώς και χαμηλή ποιότητα ζωής.
Στην περίπτωση των θυμάτων οι επιπτώσεις αφορούν: α) Σωματικές συνέπειες (γρατζουνιές, μώλωπες, πονοκέφαλοι, στομαχόπονοι, αυπνία, εφιάλτες, απώλεια όρεξης), β) σχολικές συνέπειες (μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, δυσκολίες στη μάθηση, μειωμένη επικοινωνία – δεν λένε τις σκέψεις τους από φόβο κοροϊδίας, σχολική άρνηση – φοβία, συχνές απουσίες, απομόνωση), γ) μειωμένη ποιότητα ζωής.
Επιπρόσθετα, επισημάνθηκε ότι ένα παιδί θύμα βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση άμυνας, φοβάται, εκδηλώνει ανησυχία/ αγωνία, είναι θλιμμένο, έχει μελαγχολία, ντρέπεται, νιώθει ότι φταίει και σκέφτεται ότι θα απογοητεύσει τους γονείς του.
Σημαντικό σημείο της έρευνας είναι και η διαπίστωση ότι το φαινόμενο της σχολικής βίας δεν εκδηλώνεται μόνο από μαθητές προς μαθητές αλλά ακόμη και από μαθητές προς εκπαιδευτικούς και το αντίστροφο. Επίσης, διαφάνηκε ξεκάθαρα ότι βία μεταξύ παιδιών (μαθητών) δεν εκδηλώνεται μόνο εντός του σχολικού πλαισίου.
Η έρευνα, η οποία είναι διαχρονική (2019-2024) απευθύνεται σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της Κύπρου, όλων των βαθμίδων και συγκεκριμένα στους μαθητές από 10 ετών και άνω, στους γονείς/ κηδεμόνες παιδιών 4 ετών και άνω, καθώς και στους εκπαιδευτικούς. Αποσκοπεί, αφενός, στην εξαγωγή βασικών αποτελεσμάτων και συμπερασμάτων για τις μορφές, την έκταση και τις τάσεις που χαρακτηρίζουν το φαινόμενο της σχολικής βίας στο κυπριακό εκπαιδευτικό πλαίσιο και αφετέρου στην παροχή εισηγήσεων για χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής. Παράλληλα, στόχος της έρευνας είναι να εξετάσει τη συσχέτιση του φαινομένου της βίας στο σχολείο με διάφορες παραμέτρους που έχουν να κάνουν με το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον, το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και τους ατομικούς παράγοντες που αφορούν τους ίδιους τους μαθητές, τους γονείς/ κηδεμόνες καθώς και τους εκπαιδευτικούς.
Στόχος η ολιστική προσέγγιση
Σε παρέμβαση της η υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, αναφέρθηκε στον ολοκληρωμένο σχεδιασμό που έχει το Υπουργείο ώστε να θεσμοθετηθούν μέτρα που αντανακλούν στη μετακίνηση από παραδοσιακές προσεγγίσεις διαχείρισης της συμπεριφοράς σε σύγχρονα παιδαγωγικά μοντέλα, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο παιδαγωγικός ρόλος του σχολείου.
Σύμφωνα με την Υπουργό, υιοθετείται μια ολιστική/ συστημική προσέγγιση για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου, η οποία απευθύνεται σε μαθητές, εκπαιδευτικούς, γονείς/ κηδεμόνες, σχολική και ευρύτερη κοινότητα. Στην ολιστική αυτή προσέγγιση, περιλαμβάνονται, ανάμεσα σε άλλα, η αναδόμηση του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών, ο εκσυγχρονισμός της σχετικής νομοθεσίας, η διαβούλευση και η συνέργεια με αρμόδιους φορείς, καθώς και η συνεχής αλληλεπίδραση με την κοινωνία.
«Σημαντική παράμετρος είναι ασφαλώς και η συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών μας για θέματα εκφοβισμού, βίας και παραβατικότητας, η οποία σχεδιάζεται και παρέχεται μέσω του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Παράλληλα, επιδιώκεται στενότερη και συνεχής συνεργασία των εμπλεκόμενων δομών και υπηρεσιών του Υπουργείου μας, όπως η Υπηρεσία Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής, η Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, η Επιτροπή Αγωγής Υγείας και Πολιτότητας, η Ομάδα Άμεσης Παρέμβασης και το Παρατηρητήριο για τη Βία στο Σχολείο», ανέφερε, μεταξύ άλλων, η κ. Μιχαηλίδου.
Παράλληλα, εστίασε στον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζουν οι σχολικές μονάδες για την πρόληψη και αντιμετώπιση περιστατικών βίας και παραβατικότητας, λέγοντας πως «βρίσκονται στο επίκεντρο των σχεδιασμών μας με σειρά πρόσθετων δράσεων». Για παράδειγμα, η έναρξη εφαρμογής, κατά τις αμέσως επόμενες μέρες, πιλοτικού προγράμματος ενισχυτικής διδασκαλίας με δεύτερο νηπιαγωγό σε πενήντα δημόσια νηπιαγωγεία, στοχεύοντας στη στήριξη μικρών παιδιών με δυσκολίες προσαρμογής, στο πλαίσιο της πρώιμης παρέμβασης και πρόληψης από την προσχολική εκπαίδευση. Επίσης, πολύ σημαντικός για τη στήριξη και ενδυνάμωση των μαθητών είναι και ο θεσμός του Συμβούλου, ο οποίος τα τελευταία τρία χρόνια επεκτείνεται σε σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης.
