Σε πόλεμο νεύρων και… εξάντλησης καταφεύγουν αμφότερες οι εμπλεκόμενες πλευρές στην Ουκρανία, με τη Ρωσία να επιμένει στη μιλιταριστική της τακτική, στέλνοντας στρατιώτες και οπλισμό στο Ντονμπάς και την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες, σε κοινή γραμμή, να ανακοινώνουν την πρώτη δέσμη κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας για την «εισβολή» – όπως τη χαρακτηρίζουν- στην Ουκρανία.
Την ίδια στιγμή που η πληροφόρηση για τις εξελίξεις στην Ουκρανία ισορροπεί στο λεπτό σχοινί που χωρίζει τα γεγονότα από τα προβοκάτσια και την προπαγάνδα, η Ρωσία επιλέγει να κόψει προσωρινά τις διπλωματικές οδούς, αποσύροντας την αποστολή της από την πρεσβεία στο Κίεβο και στέλνει στρατό στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, με σκοπό να πιέσει περαιτέρω τόσο την ουκρανική κυβέρνηση, όσο και τους Ουκρανούς πολίτες, οι οποίοι πλέον, ζουν με τον φόβο μίας ευρείας ρωσικής εισβολής στα εδάφη τους. Αναλυτές δεν δίνουν μεγάλες πιθανότητες σε μία μεγάλη στρατιωτική εισβολή των Ρώσων και σε έναν συνολικό πόλεμο στην Ουκρανία. Θεωρούν, ωστόσο, ως δεδομένη την εφαρμογή της τακτικής που ακολούθησε η Μόσχα στην περίπτωση της Κριμαίας. Ήτοι, ως επόμενο βήμα «βλέπουν» τη διενέργεια δημοψηφίσματος στις δύο περιοχές, προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» η ανεξαρτητοποίησή τους.
Η Δύση από την πλευρά της υποστηρίζει ότι βασικό της μέλημα είναι να αποφευχθεί ο πόλεμος και καταφεύγει σε οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις, τις οποίες ανακοίνωσαν με διαφορά λίγης ώρας, πρώτα οι Βρυξέλλες και ακολούθως η Ουάσινγκτον, κατά της Ρωσίας και όσων φέρονται να εμπλέκονται με οιονδήποτε τρόπο ή επηρεάζουν τις επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Οι κυρώσεις προσβλέπουν στον οικονομικό «στραγγαλισμό» της εύθραυστης, όπως εκτιμάται ότι είναι, ρωσικής οικονομίας και στον -ει δυνατόν- παγκόσμιο αποκλεισμό της, σε μία τακτική φθοράς και εξάντλησης τόσο σε επίπεδο κράτους, όσο και σε επίπεδο αντοχών του ρωσικού λαού.